-
1 επιπετομαι
1) влетать(ὀϊστὸς καθ΄ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων Hom.)
2) (над кем-л. или чем-л.) лететь, пролетать(τινι εἰπόντι Hom.; πόλει τινί Arph.)
3) прилетать, слетаться(ἐπὴ πάντα τὰ λεγόμενα Plat.; ἐπὴ τέν ναῦν Luc.)
4) облетать(πεδία καρποφόρα Eur.; γην καὴ θάλασσαν Arph.)
См. также в других словарях:
επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ … Dictionary of Greek